Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Α')
Οι γλωσσικές ποικιλίες της Νεοελληνικής γλώσσας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν με βάση δύο κριτήρια. Το πρώτο είναι η ύπαρξη μιας μακράς παράδοσης κοινωνιολεκτικής διαφοροποίησης ανάμεσα στη φυσική, δημοφιλή καθομιλούμενη γλώσσα από τη μία πλευρά και τις αρχαΐζουσες, λόγιες γραπτές μορφές της από την άλλη. Το δεύτερο είναι η τοπική διαφοροποίηση που εκφράζεται μέσω των διαλέκτων. Ο ανταγωνισμός του δημοφιλούς με τα λόγια ιδιώματα (βλέπε διγλωσσία) κορυφώθηκε στη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα μ.Χ. με τη διαμάχη ανάμεσα στη Δημοτική και την Καθαρεύουσα. Όσον αφορά τις νεοελληνικές τοπικές διαλέκτους, ο κύριος όγκος τους δεν εμφανίζει έντονες διαφορές με εξαίρεση κάποιες απομακρυσμένες και λίαν αποκλίνουσες διαλέκτους που ομιλούνται σε απομονωμένες κοινότητες.
Διγλωσσία
Ρίζες και ιστορία: Δημοτική και Καθαρεύουσα
Από την εποχή ακόμα της Ελληνιστικής Κοινής στη διάρκεια της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής αρχαιότητας, υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των φυσικά εξελισσόμενων γλωσσικών μορφών της Ελληνικής γλώσσας από τη μία και της χρήσης τεχνητά αρχαϊκών, λογίων ιδιωμάτων από την άλλη. Τα δεύτερα έκαναν χρήση γραμματικών και λεκτικών σχημάτων που μιμούνταν την κλασική Αττική διάλεκτο (Αττικισμός). Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή στη σύγχρονη γλωσσολογία ως διγλωσσία.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα Ελληνικά γραπτά κυμαίνονταν πάνω σε ένα συνεχές φάσμα, από τις ακραίες μορφές ενός "υψηλού" ιδιώματος πολύ κοντά στην Αττική διάλεκτο έως τις μετριοπαθείς μορφές που ήταν πολύ κοντύτερα στην ομιλούμενη Δημοτική. Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η σύγχρονη Ελληνική γλώσσα των αρχών του 19ου αιώνα, όπως αυτή χρησιμοποιείτο στη δημοτική ποίηση της εποχής, έχει πολύ λίγες γραμματικές διαφορές με τη λαϊκή γλώσσα του 15ου αιώνα. Κατά την πρώιμη Σύγχρονη Περίοδο, μια μετριοπαθώς αρχαϊκή μορφή των Ελληνικών έκανε την εμφάνισή της, ως μέση λύση, στα γραπτά μορφωμένων Ελλήνων (όπως ήταν οι Φαναριώτες και η Ελληνική Εκκλησία) και το συντακτικό της ήταν στην ουσία Νεοελληνικό. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τον σχηματισμό του σύγχρονου Ελληνικού κράτους (1830), έγινε μια πολιτική προσπάθεια να "εξαγνισθεί" αυτή η μορφή των Ελληνικών φέρνοντάς την ακόμα κοντύτερα στην κλασική Αττική διάλεκτο. Αποτέλεσμα αυτής ήταν η Καθαρεύουσα (κυριολεκτικά, 'αυτή που εξαγνίζει') η οποία ήταν και πάλι μια συμβιβαστική λύση με βάση το σύγχρονο Ελληνικό συντακτικό, αλλά με την προσθήκη ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού αρχαιοελληνικών λέξεων και μορφολογίας. Η Καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα στη διοίκηση, την εκπαίδευση, την εκκλησία, τη δημοσιογραφία και (μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα) στη λογοτεχνία.
Τον ίδιο καιρό η ομιλούμενη Δημοτική, παρότι μη αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα, ανέπτυξε μια υπερ-τοπική, ντε φάκτο πρότυπη ποικιλία. Από τον 19ο αιώνα και μετά, η γραπτή Δημοτική πήρε τη θέση της Καθαρεύουσας ως το κύριο λογοτεχνικό μέσο. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, υπήρξαν πολλές και έντονες πολιτικές συγκρούσεις γύρω από τη χρήση της μιας ή της άλλης ποικιλίας και κυρίως όσον αφορά το θέμα της χρήσης τους στην εκπαίδευση. Τα σχολεία αναγκάστηκαν να αλλάξουν από τη μια μορφή στην άλλη και τούμπαλιν πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το ζήτημα επιλύθηκε μόνο μετά την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974), οπότε και η ισχυρή ιδεολογική θέση των τελευταίων υπέρ της Καθαρεύουσας οδήγησε τη γλωσσική αυτή μορφή σε ανυποληψία. Το 1976, λίγο μετά τη αποκατάσταση της δημοκρατίας, η Δημοτική υιοθετήθηκε τελικά για χρήση σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης και έγινε η επίσημη γλώσσα του κράτους. Μέχρι τότε όμως, η μορφή της Δημοτικής που χρησιμοποιείτο στην πράξη δεν ήταν πλέον η καθαρή λαϊκή διάλεκτος αλλά είχε αρχίσει να αφομοιώνει ξανά στοιχεία από την Καθαρευουσιάνικη παράδοση. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης επικρίνει τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την επίλυση της διγλωσσίας επιχειρηματολογώντας ότι, παρόλο που η Ελληνική κυβέρνηση και οι αρμόδιες Ελληνικές αρχές έλυσαν το ζήτημα μια για πάντα, ήταν απροετοίμαστες και έδρασαν βιαστικά. Το 1982, το πολυτονικό σύστημα αντικαταστήθηκε από τη μονοτονική ορθογραφία.
Πρότυπη Νέα Ελληνική
Η σύγχρονη γλωσσολογία ονομάζει την τελική μορφή της γλώσσας "Πρότυπη Νέα Ελληνική" για να την ξεχωρίσει από την καθαρή Δημοτική της προγενέστερης λογοτεχνίας και της παραδοσιακής λαϊκής λαλιάς. Οι Έλληνες συγγραφείς καμιά φορά χρησιμοποιούν τον όρο "Νεοελληνική Κοινή" ο οποίος παραπέμπει στην "Ελληνιστική Κοινή" (το "κοινή" στη 2η περίπτωση αναφέρεται στην κοινή μορφή των μετα-κλασικών Αρχαίων Ελληνικών)· σύμφωνα με κάποιους λόγιους, η Νεοελληνική Κοινή είναι μια "υπερ-διάλεκτος, προϊόν της σύνθεσης Δημοτικής και Καθαρεύουσας." Πράγματι, η Πρότυπη Νέα Ελληνική έχει ενσωματώσει μεγάλη ποσότητα λεξιλογίου από τη λόγια παράδοση, κυρίως μέσω ιδιωμάτων της ακαδημαϊκής συζήτησης, της πολιτικής, της τεχνολογίας και της θρησκείας· εκτός απ'αυτά, έχει επίσης ενσωματώσει έναν αριθμό από μορφολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το κλιτικό υπόδειγμα της Καθαρεύουσας καθώς και κάποια φωνολογικά χαρακτηριστικά που δεν απαντώνται αρχικά στην καθαρή Δημοτική. Ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι αυτή η κοινή βρίσκεται ακόμα υπό εξέλιξη και ότι, αντίθετα με την Αλεξανδρινή Κοινή, έχει επικρατήσει χωρίς να αντικαταστήσει τις σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους οι οποίες ναι μεν υπάρχουν αλλά σταδιακά υποχωρούν.
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Β')
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Γ')
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Δ')
Πηγή: el.wikipedia.org
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika