Γλωσσικά πάθη - Ροή ειδήσεων
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Δ')
Κεντρικές διάλεκτοι
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, οι διάλεκτοι που περιγράφονται παρακάτω σχηματίζουν μία συνεχή Ελληνόφωνη περιοχή η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας της Ελλάδας. Αντιπροσωπεύουν την τεράστια πλειοψηφία των Ελληνόφωνων σήμερα. Καθώς είναι λιγότερο αποκλίνουσες η μία από την άλλη και όλες μαζί από το πρότυπο, τυπικά ταξινομούνται ως απλά "ιδιώματα" και όχι ως "διάλεκτοι" από τους Έλληνες συγγραφείς.
Οι πιο χτυπητές αντιθέσεις μεταξύ των σύγχρονων διαλέκτων εμφανίζονται ανάμεσα στις βόρειες και τις νότιες ποικιλίες. Οι βόρειες ποικιλίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας ως και τον Κορινθιακό κόλπο, ενώ οι νότιες ποικιλίες μιλιούνται στην Πελοποννησιακή χερσόνησο και το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου Πελάγους και των Επτανήσων, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων νοτίων νησιών της Κρήτης και της Κύπρου. Ο πιο προεξέχων ενδείκτης για τις βόρειες ποικιλίες είναι η μεταχείριση των άτονων φωνηέντων (ο λεγόμενος βόρειος φωνηεντισμός), ενώ πολλές νότιες ποικιλίες χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από την ουράνωση των υπερωικών συμφώνων. Μεταξύ αυτών των περιοχών, σε μια συνεχόμενη έκταση γύρω από την πρωτεύουσα Αθήνα (δηλαδή στην περιοχή της Αττικής και στις γειτονικές περιοχές της Βοιωτίας, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου και των κοντινών νησιών), εμφανίζεται ένα "διαλεκτικό κενό" όπου απουσιάζει οποιαδήποτε παραδοσιακή Ελληνική διάλεκτος με έντονα χαρακτηριστικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές ήταν χώροι όπου στο παρελθόν κατοικούσαν κυρίως ομιλητές των Αρβανίτικων. Τα ελληνικά που ομιλούνται στην περιοχή σήμερα είναι προϊόν της σύγκλισης διαλέκτων μεταναστών που μετεγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα και τα περίχωρά της από διάφορα άλλα μέρη της χώρας και βρίσκονται πολύ κοντά στο καθιερωμένο πρότυπο. Γενικά, η πρότυπη νεοελληνική γλώσσα βασίζεται κυρίως στις νότιες διαλέκτους, ειδικά αυτές της Πελοποννήσου.
Στις παρυφές αυτής της πρώην αρβανιτόφωνης περιοχής υπήρχαν στο παρελθόν θύλακες με έντονα διαφοροποιημένες παραδοσιακές ελληνικές διαλέκτους οι οποίες πιστεύεται ότι ήταν τα απομεινάρια μιας πρώην συνεχόμενης ελληνόφωνης περιοχής πριν την έλευση των Αρβανιτών. Αυτές περιλαμβάνουν την παλιά τοπική διάλεκτο της ίδιας της Αθήνας ("Παλιά Αθηναίικα"), αυτή των Μεγάρων (στα δυτικά της Αττικής), αυτή της Κύμης στην Εύβοια και τέλος τη διάλεκτο του νησιού της Αίγινας. Αυτές οι διάλεκτοι έχουν πλέον εξαφανιστεί.
Οι ακόλουθοι γλωσσολογικοί ενδείκτες έχουν χρησιμοποιηθεί για να διακρίνουν και να κατηγοριοποιήσουν τις διαλέκτους της Ελλάδας. Πολλά από αυτά τα γνωρίσματα χαρακτηρίζουν σήμερα μόνο τις παραδοσιακές αγροτικές λαλιές και μπορεί να επιφέρουν κοινωνικό στίγμα. Οι νεότεροι, αστοί ομιλητές σε όλη τη χώρα τείνουν να συγκλίνουν σε προφορές που είναι κοντύτερα στην πρότυπη γλώσσα.
Φωνολογικά χαρακτηριστικά
Κύριο λήμμα: Φωνολογία των Νέοελληνικών
- Βόρειος φωνηεντισμός (πτώση των κλειστών φωνηέντων). Στον βορρά, τα άτονα κλειστά φωνήεντα ([/i/] και [/u/]) κατά κανόνα απορρίπτονται (π.χ. [[skoɲ]] αντί [[ˈskoni]]). Τα άτονα μεσαία φωνήεντα ([/e/] και [/o/]) υψώνονται σε [[i]] και [[u]] αντίστοιχα (π.χ. [[piˈði]] αντί [[peˈði]]). Υποπεριπτώσεις διακρίνονται ως εξής: σε "ακραίες Βόρειες" διαλέκτους οι δύο προαναφερθείσες διαδικασίες ισχύουν απ'άκρη σ'άκρη. Στις μεσαίες "Βόρειες" διαλέκτους, η διαγραφή των [/i/] και [/u/] ισχύει μόνο για φωνήεντα στο τέλος της λέξης. Οι "ημι-Βόρειες" διάλεκτοι έχουν μόνο την πτώση των τελικών [/i/] και [/u/], αλλά όχι και την ύψωση των [/e/] και [/o/]. Οι τελευταίες απαντώνται στα νησιά της Μυκόνου, Σκύρου, Λευκάδας και στην αστική διάλεκτο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
- Ουράνωση. Τα πρότυπα Ελληνικά περιέχουν μία αλλοφωνική εναλλαγή μεταξύ των υπερωικών συμφώνων ([[k]], [[ɡ]], [[x]], [[ɣ]]) και των ουρανοποιημένων ομολόγων τους ([[c]], [[ɟ]], [[ç]], [[ʝ]]) όταν αυτά βρίσκονται προ των μπροστινών φωνηέντων ([/i/], [/e/]). Στις νότιες διαλέκτους, η ουράνωση είναι ακόμα πιο έντονη και οδηγεί στα προστριβόμενα σύμφωνα (π.χ. [[tʃe]] αντί [[ce]]). Μπορούν να διακριθούν και δύο υποπεριπτώσεις οι οποίες έχουν είτε ουρανικοφατνιακούς ([[tʃ]], [[dʒ]], [[ʃ]], [[ʒ]]) είτε φατνοουρανικούς ήχους ([[tɕ]], [[dʑ]], [[ɕ]], [[ʑ]]). Η πρώτη αφορά την Κύπρο, ενώ η δεύτερη την Κρήτη, μεταξύ άλλων.
- Τσιτακισμός. Μια κεντρική περιοχή στην οποία η διαδικασία της ουράνωσης έχει προχωρήσει ακόμα πιο πολύ είναι αυτή που καλύπτει κυρίως τις Κυκλάδες. Εκεί το ουρανοποιημένο [/k/] μεταφέρεται προς τα εμπρός και μετατρέπεται στο φατνιακό σύμφωνο [[ts]] οπότε συγχωνεύεται με το αρχικό φώνημα [/ts/]. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως τσιτακισμός. Ήταν μάλιστα χαρακτηριστικό και της Παλιάς Αθηναϊκής διαλέκτου.
- Το Ύψιλον. Ένα πολύ αρχαϊκό γνώρισμα το οποίο μοιράζονται τα Τσακώνικα, η Μανιώτικη διάλεκτος και η Παλιά Αθηναϊκή διάλεκτος είναι η αποκλίνουσα μεταχείριση του ιστορικού [/y/] (<υ>). Ενώ αυτός ο ήχος σε όλες τις άλλες περιοχές συγχωνεύτηκε με το [/i/], αυτές οι τρεις διάλεκτοι χρησιμοποιούν το [/u/] (π.χ. [[ˈksulo]] αντί [[ˈksilo]]).
- Διπλά σύμφωνα. Οι περισσότερες νεοελληνικές ποικιλίες έχουν χάσει τα χαρακτηριστικά μακρά (διπλά) σύμφωνα των Αρχαίων Ελληνικών. Παρ'όλ'αυτά, οι διάλεκτοι των νοτιοανατολικών νησιών, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, τα έχουν διατηρήσει ή και επεκτείνει σε νέες θέσεις όπως στην αρχή των λέξεων. Έτσι, η λέξη 'ναι' προφέρεται με ένα χαρακτηριστικά μακρό αρχικό [/n/] στην κυπριακή διάλεκτό και υπάρχουν ελάχιστα ζεύγη όπως τα [[ˈfillo]] και [[ˈfilo]], τα οποία προφέρονται ακριβώς το ίδιο σε άλλες διαλέκτους αλλά διαχωρίζονται από το μήκος του συμφώνου στην κυπριακή διάλεκτό.
- Παχύ [/l/]. Ένας χαρακτηριστικός ενδείκτης των σύγχρονων βορείων καθομιλουμένων, κυρίως της Μακεδονίας, είναι η χρήση του παχιού (υπερηρωικοποιημένου) ήχου [[ɫ]].
- Πτώση μεσαίων τριβόμενων συμφώνων. Κάποιες διάλεκτοι στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, κυρίως στα Δωδεκάνησα, έχουν την τάση να αφαιρούν ηχηρά τριβόμενα σύμφωνα όπως τα [/v/], [/ð/], [/ɣ/] όταν αυτά βρίσκονται ανάμεσα σε φωνήεντα (π.χ. [[meˈalo]] αντί [[meˈɣalo]]).
- Έρρινα και ηχηρά έκκροτα σύμφωνα. Οι διάλεκτοι διαφέρουν ως προς τη φωνητική μεταχείριση του αποτελέσματος της αφομοίωσης άηχων έκκροτων συμφώνων που ακολουθούν έρρινα σύμφωνα. Όλες οι διάλεκτοι έχουν μια ήχηση του έκκροτου σε αυτή τη θέση, αλλά ενώ κάποιες απ'αυτές έχουν και ένα ηχηρό τμήμα προερρινοποίησης, οι υπόλοιπες δεν το έχουν - έτσι, ο 'πομπός' μπορεί να προφερθεί είτε ως [[pomˈbos]] είτε ως [[poˈbos]]. Επιπλέον, η προερρινοποίηση τείνει να διατηρείται σε πιο επίσημα ιδιώματα ανεξαρτήτως γεωγραφίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Στον ανεπίσημο προφορικό λόγο, το φαινόμενο είναι συνηθέστερο στις βόρειες ποικιλίες.
- Απουσία συνίζησης των -ía, éa > /ja/. Τα πρότυπα νεοελληνικά και οι περισσότερες διάλεκτοι ακολουθούν ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο τα αρχαιοελληνικά τονισμένα /e/ ή /i/ αμέσως πριν από ένα άλλο φωνήεν μετατρέπονται στο ημίφωνο /j/, για παράδειγμα το [[peˈðja]] από το αρχαίο ελληνικό [[paiˈdi.a]], ή οδηγούν στην ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου, για παράδειγμα [[eˈʎa]] από το ελληνιστικό [[eˈle.a]]. Σε κάποιες διαλέκτους η διαδικασία αυτή έχει συμβεί μόνο μερικώς ή και καθόλου. Αυτές οι διάλεκτοι εμφανίζουν είτε την πλήρη διατήρηση των [e, i] είτε ένα ήχο [[ə]] (μεσαίο κεντρικό φωνήεν) που οδηγεί σε μορφές όπως [[foˈle.a]] και [[peˈði.a]]. Το φαινόμενο είναι συχνό στα Γκρίκο και στα Ποντιακά και υπάρχουν αναφορές και για τη Μάνη και τα Κύθηρα. Από την άλλη, σε κάποιες διαλέκτους που έχουν το [j], το γλίστρημα ελαττώνεται περαιτέρω και παραλείπεται μετά από ένα συριστικό σύμφωνο (/s, z/) οδηγώντας σε μορφές όπως [[niˈsa]] αντί του πρότυπου [[niˈsja]] (απο-ουράνωση των συριστικών).
Γραμματικά χαρακτηριστικά
Κύριο λήμμα: Νεοελληνική Γραμματική
- Τελικό [/n/]. Οι περισσότερες νεοελληνικές ποικιλίες έχουν χάσει το -ν στο τέλος της λέξης, το οποίο ήταν κάποτε μέρος πολλών κλιτικών καταλήξεων στα Αρχαία (π.χ. 'τυρίον') ή τα Μεσαιωνικά (π.χ. 'τυρίν') Ελληνικά, σχεδόν για το σύνολο των γραμματικών λέξεων. Τα νοτιοανατολικά νησιά το έχουν διατηρήσει σε πολλές λέξεις (π.χ. [[ˈipen]] αντί [[ˈipe]] και [[tiˈrin]] αντί για [[tiˈri]]).
- ίντα; αντί για τι;. Στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (εκτός των γεωγραφικών παρυφών: Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος στα νοτιοανατολικά, Λήμνος, Θάσος και Σποράδες στο βορρά και Άνδρος στη δύση), η ερωτηματική αντωνυμία 'τι' αντικαθίσταται με το 'ίντα'.
- Έμμεσα αντικείμενα. Όλες οι νεοελληνικές ποικιλίες έχουν χάσει τη δοτική πτώση των Αρχαίων Ελληνικών. Αλλά ενώ σε κάποιες διαλέκτους το αποτέλεσμα ήταν η συγχώνευση δοτικής και γενικής, σε άλλες οι πτώσεις που συγχωνεύτηκαν ήταν η δοτική και η αιτιατική. Στα πρότυπα νεοελληνικά και στις νότιες ποικιλίες, οι μορφές των προσωπικών αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν έμμεσα αντικείμενα είναι αυτές της γενικής πτώσης όπως στο παράδειγμα (1). Αντίθετα, στις βόρειες διαλέκτους — όπως η Μακεδονική· κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρόδο και το εσωτερικό της Μάνης — χρησιμοποιούνται οι μορφές της αιτιατικής όπως στο παράδειγμα (2).
(1) Πρότυπα Νεοελληνικά Σου δίνω το βιβλίο
(2) Βόρεια Νεοελληνικά Σε δίνω το βιβλίο
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Α')
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Β')
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Μέρος Γ')
Πηγή: el.wikipedia.org
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika