Όταν η Θεσσαλική πεδιάδα ήταν μία μεγάλη λίμνη, ή...μήπως δύο;
Η Γεωλογική ιστορία της Θεσσαλίας και ο σχηματισμός του κάμπου
Τα Μετέωρα είναι η απόδειξη ότι υπήρξε απόθεση ιζημάτων και φερτών υλών πριν από 25 εκατομμύρια χρόνια από τη λίμνη και τους ποταμούς της Θεσσαλίας.
Μπορεί κάθε καλοκαίρι ο θεσσαλικός κάμπος να καίγεται από τη λευψυδρία, η Κάρλα να έχει στεγνώσει παρά τις προσπάθειε ανασύστασής της με μόλις 20έως 30 εκατοστά βάθος, ο Πηνειός, έπειτα από ένα άνυδρο καλοκαίρι να έχει στερέψει και η στάθμη του να έχει πέσει επικίνδυνα.. Μπορεί η μοναδική μεγάλη της λίμνη να έιναι τεχνητή και φέτος να έφτασε στο οικολογικό της όριο για να ποτιστεί ο κάμπος, όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι στην περιφέρειά μας...
Στην τριτογενή περίοδο πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία αποτέλεσε μία λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών, με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.
Κατά την τριτογενή περίοδο λοιπόν στη διάρκεια των αλπικών πτυχώσεων, αποκόπηκαν οι συμπαγείς όγκοι των "βράχων" από την οροσειρά της Πίνδου που δημιουργήθηκε και με την πάροδο των αιώνων σχηματίσθηκε ανάμεσά τους η κοιλάδα του Πηνειού ποταμού.
Με τη συνεχή διάβρωση από τους ανέμους και τις βροχές, καθώς και από άλλες γεωλογικές μεταβολές, οι βράχοι αυτοί στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών πήραν την σημερινή τους μορφή.
Στις κοιλότητες των βράχων, στις σχισμές τους και στις κορυφές τους βρήκαν προστασία οι άνθρωποι της περιοχής από τις επιδρομές διαφόρων κατακτητών και αυτών που πέρασαν από την περιοχή.
Μετά τις αλπικές πτυχώσεις, που επέδρασαν αποτελεσματικά στον σχηματισμό του σημερινού αναγλύφου του ελλαδικού χώρου, επακολούθησαν, κατά την τριτογενή περίοδο, διαρρήξεις, που είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία διάφορων βυθισμάτων και συνίζηση εδαφών. Στην ανατολική Ελλάδα, τα βυθίσματα είναι πολύ μεγαλύτερα παρά στη δυτική, που είναι περισσότερο ορεινή. Το θεσσαλικό βαθύπεδο είναι και αυτό μια λεβητοειδής εγκατακρήμνιση αυτής της περιόδου, που μεταβλήθηκε έπειτα σε εσωτερική (ενδοχωρική) λίμνη, χωρίς να έχει στην αρχή διέξοδο προς τη θάλασσα. Μέσα στη λίμνη εξέβαλλαν πολλοί χείμαρροι και ποταμοί από τις γύρω ρηξιγενείς ορεινές περιοχές, οι οποίοι με τον καιρό σχημάτισαν έναν τεράστιο υδροκρίτη, απ’ όπου μεταφέρονταν τεράστιες ποσότητες υλικών. Αποτέλεσμα ήταν να γεμίσει αυτή η λεκάνη και στις εκβολές των ποταμών να συσσωρευτούν τα φερτά υλικά σε σχηματισμό σωρών ή κώνων αποθέσεων σε μεγάλες εκτάσεις.
Η περιοχή Μετεώρων-Καλαμπάκας αποτελεί ένδειξη της ποσότητας του υλικού που μετέφεραν και απέθεσαν οι ποταμοί εκείνης της εποχής. Τα τεράστια φορτία υλικών άρχισαν να πιέζουν τον ασταθή πυθμένα της αρχικής λίμνης και να προκαλούν τμηματικές καθιζήσεις. Έτσι σχηματίστηκαν δύο κύριες λίμνες, μία στην περιοχή Τρικάλων-Καρδίτσας και μία στην περιοχή της Λάρισας, οι οποίες χωρίζονταν, όπως και σήμερα η πεδιάδα, από έναν ορεινό βραχίονα, το μεγαλύτερο βουνό του οποίου είναι το Χαλκοδόνιο ή Κυνός Κεφαλαί (725 μ.). Στο βόρειο τμήμα, οι δύο λίμνες ενώνονταν και αποχετεύονταν μέσα από καταβόθρες προς τη θάλασσα, ώσπου η ανύψωση της στάθμης αύξησε τη διαλυτική ενέργεια του νερού στα ασβεστολιθικά πετρώματα και έτσι δημιουργήθηκε η κοιλάδα (φαράγγι) των Τεμπών, η οποία έδωσε διέξοδο στα νερά που κάλυπταν την περιοχή. Η πλήρωση της λεκάνης με τα διάφορα ιζήματα και η βαθμιαία αποχώρηση του νερού μετέτρεψαν την περιοχή σε βαλτώδη πεδιάδα με υπολείμματα λιμνών, όπως η Βοιβηίς (Κάρλα) που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της λεκάνης της Λάρισας, σε υψόμετρο 41 μ., και η Νεσσωνίς. Με τα αποστραγγιστικά έργα που επιτελέστηκαν πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η θεσσαλική πεδιάδα αποξηράνθηκε τελείως και απέμεινε η Κάρλα· ωστόσο, και αυτής τα νερά διοχετεύτηκαν στον Παγασητικό με μια σήραγγα μήκους 11 χλμ. που κατασκευάστηκε το 1955.
Το Γεωγραφικό - γεωλογικό ανάγλυφο της Θεσσαλίας
Η Θεσσαλία διαιρείται σε δύο κύριες λεκάνες, την ανατολική ή πεδιάδα της Λάρισας (595 τ. χλμ., υψόμ. 45 έως 90 μ.) και τη δυτική ή πεδιάδα των Τρικάλων (1.267 τ. χλμ., υψόμ. 90 έως 170 μ.)· μικρότερες πεδιάδες είναι της Ελασσόνας, της Αγιάς και του Αλμυρού. Το θεσσαλικό βαθύπεδο περιβάλλεται περιμετρικά από ορεινές προεξοχές, που το χωρίζουν από τη Μακεδονία στα Β, από την Ήπειρο στα Δ, από τη Στερεά Ελλάδα στα Ν και από το Αιγαίο πέλαγος στα Α. Από τα Β, ο Κάτω Όλυμπος (1.588 μ.), ο Άνω Όλυμπος (ψηλότερη κορυφή Μύτικας ή Πάνθεο, 2.917 μ.), ο Τίταρος (1.839 μ.), οι απολήξεις των Πιερίων, τα Καμβούνια (1.615 μ.), τα Χάσια (1.564 μ.) και Αντιχάσια (1.416 μ.) χωρίζουν τη Θεσσαλία από τη Μακεδονία.
Η διάταξη αυτών των ορεινών προεξοχών είναι ακτινωτή, και ο επιμήκης άξονας καταλήγει προς το πεδινό τμήμα της Θεσσαλίας, όπως και οι κοιλάδες και το στενό που υπάρχουν μεταξύ των ορέων. Αυτό έχει σημασία για την παλαιογεωγραφική μορφή της Θεσσαλίας, την εξέλιξη και τη σημερινή της κατάσταση (κλίμα, υδρογραφία κλπ.). Στα Δ, η Νότια Πίνδος (2.204 μ.) και ο Κόζιακας (1.901 μ.) χωρίζουν τη Θεσσαλία από την Ήπειρο. Ανάμεσα υπάρχει ο αυχένας της Κατάρας, που οδηγεί στο Μέτσοβο. Στα ΝΔ, η οροσειρά Ίταμος (1.490 μ.), Βουλγάρα (1.654 μ.) και Άγιος Ηλίας (1.280 μ.), που αποτελεί τμήμα της ανατολικής Πίνδου, κλείνει την περιοχή, και ως συνέχεια η οροσειρά της Όθρυος (ψηλότερη κορυφή Γερακοβούνι, 1.726 μ.) που προεκτείνεται στα Β με τα βουνά της Γκούρα, κλείνουν τα προς νότο όρια της Θεσσαλίας. Στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλίας, συνέχεια του Ολύμπου στα ΝΑ, υψώνεται η Όσσα (Κίσαβος, ψηλότερη κορυφή Προφήτης Ηλίας 1.978 μ.) με το κωνικό σχήμα της.
Η Όσσα χωρίζεται από τον Όλυμπο με τη διαβρωσιγενή κοιλάδα των Τεμπών, που διαρρέεται από τον Πηνειό, και συνεχίζεται στα Α με το Μαυροβούνι (1.054 μ.) και το δασώδες Πήλιο (1.548 μ.) που προεκτείνεται ΝΑ για να κλείσει τον Παγασητικό σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Το εσωτερικό του βαθυπέδου διασχίζουν λοφώδεις σειρές και διακλαδώσεις χαμηλών ορεινών σειρών της κεντρικής Όθρυος, μία που κατευθύνεται στα ΒΑ μέχρι το Πήλιο (Κασιδιάρης 1.011 μ., Τσιραγώτικα βουνά, Βελανιδιά 533 μ., Μεγαβούνι 546 μ.) και άλλη μία από τα ΝΑ προς τα ΒΔ (Φυλλήιον ή Μακροβούνι 726 μ., Τίτανος ή Δοβρούτσι 693 μ.) και τα βουνά του Ζάρκου. Η τελευταία αυτή χαμηλή ορεινή σειρά χωρίζει την πεδινή Θ. σε ανατολική (Λάρισας) και δυτική (Τρικάλων) λεκάνη.
Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν σε δύο μεγάλες λεκάνες απορροής, τη δυτική και την ανατολική. Η δυτική (10.704 τ. χλμ.), που καταλαμβάνει και ένα μέρος της ανατολικής περιοχής, έως τη Λάρισα, είναι η λεκάνη του Πηνειού, ο οποίος είναι και ο κύριος αποδέκτης της, δεχόμενος κατά τη διαδρομή του (πηγάζει από την περιοχή Ζυγού του Μετσόβου και διασχίζοντας την κοιλάδα των Τεμπών εκβάλλει στον Θερμαϊκό κόλπο) όλα τα νερά των παραποτάμων του, από τους οποίους κυριότερος είναι ο Ενιπέας, που πηγάζει από την κεντρική Όθρυ. Η ανατολική λεκάνη είναι της Κάρλας (Βοιβηίδας) η οποία έχει ήδη αποξηρανθεί.
Οι λεκάνες Τρικάλων-Καρδίτσας και Λάρισας φιλοξενούν, ως εγκατακρημνισιγενείς, σεισμικές εστίες, που παρουσίασαν αξιόλογη σεισμική ενέργεια. Άλλες εστίες –σύγχρονες με τη δημιουργία του βαθυπέδου– υπάρχουν επίσης στον Παγασητικό και στα απόκρημνα ανατολικά παράλια της Θεσσαλίας, τα οποία δημιουργήθηκαν από μεταπτώσεις και κατακρημνίσεις. Από τη γενική γεωλογική δομή της περιοχής και από τα αποτελέσματα των σεισμών (για παράδειγμα, ο σεισμός στις 30 Απριλίου 1954 δημιούργησε ένα ρήγμα σημαντικού πλάτους και μήκους 3 χλμ. στην περιοχή του χωριού Κάτω Εκκάρας, που διέσχισε τα προσχωσιγενή πετρώματα και τους περιδοτίτες της Όθρυος, καθώς και μικρότερες εδαφικές ρωγμές στηνπεριοχή Σοφάδων-Καρδίτσας) συμπεραίνεται ότι ολόκληρη η περιοχή της Θεσσαλίας είναι ασταθής, καθώς δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η ισορροπία της μετά τις μεγάλες τεκτονικές διαταράξεις του τριτογενούς.
Τα πετρώματα από τα οποία δομείται η περιοχή, από τα νεότερα προς τα παλαιότερα, είναι γενικά πρόσφατοι ολοκαινικοί και παλαιότεροι πλειστοκαινικοί ποτάμιοι σχηματισμοί, λιμναία ιζήματα του τριτογενούς (νεογενή και παλαιογενή), μεσοζωικοί ασβεστόλιθοι με σερπεντίνες και τέλος το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο από γνεύσιους, σχιστόλιθους και μάρμαρα.
Στη Θεσσαλία υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίτη (Φάρσαλα-Δομοκός, Βοεβόδα Βόλου και Όθρυος), μεταλλεύματα μεικτά θειούχα, σιδηροπυρίτης, γαληνίτης, σφαλερίτης (κισσός Πηλίου), χαλκού, νικελίου και σιδήρου στην Όθρυ, εμφανίσεις ιλμενίτη (Παραπόταμος, Μακρυχώρι κ.α.), αμίαντος στον κάτω Όλυμπο, λιγνίτης στις περιοχές Καρδίτσας, Καλαμπάκας κ.α., ενώ εξορύσσεται ποικιλόχρωμο μάρμαρο. Από κλιματολογική άποψη η Θεσσαλία μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις κυρίως περιοχές: στα παράκτια τμήματα, στα ορεινά ανατολικά, στο εσωτερικό πεδινό και στις δυτικές ορεινές περιοχές. Αν εξαιρέσουμε τις παράκτιες περιοχές και το νοτιοανατολικό άκρο, ολόκληρη η υπόλοιπη Θεσσαλία παρουσιάζει ηπειρωτικό κλίμα, ιδίως στο εσωτερικό πεδινό τμήμα, στο οποίο το ετήσιο θερμομετρικό εύρος φτάνει τους 22°C και περισσότερο. Η μέση ετήσια θερμοκρασία στις πεδινές περιοχές κυμαίνεται μεταξύ 16° και 17°C και κατέρχεται προχωρώντας προς τους ορεινούς όγκους.
Πηγή: thessaliatv.gr
Δείτε περισσότερα "Μαθήματα πατριδογνωσίας": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/patridognwsia