16 λέξεις για να εμπλουτίσεις το λεξιλόγιό σου
Θέλεις να κάνεις τον λόγο σου… λογιότερο; Δες 16 «ψαρωτικές» λέξεις και τη σημασία τους, που θα σε κάνουν να φαίνεσαι κάπως πιο έξυπνος.
Αρκεί να μην τις χρησιμοποιείς κάθε τρεις και λίγο βέβαια, ναι;
Αβρός και Αβρότητα: Αυτός που χαρακτηρίζεται από απαλότητα και τρυφερότητα, αυτός που έχει λεπτούς τρόπους. Χρησιμοποιείται και ως επίρρημα: αβρώς. "Είναι πάντα αβρός στους χαρακτηρισμούς του και στους τρόπους του".
Φειδωλός: Χρησιμοποιώ κάτι μετρημένα, συνετά και με οικονομία. Εξίσου ωραίο και το «Χρόνου φείδου», που μπορείτε να πείτε σε κάποιον ως συμβουλή για να χρησιμοποιεί τον χρόνο του σωστά. «Ο Γιάννης είναι φειδωλός σε αυτά που λέει, δεν θα σου πει ποτέ φανφάρες».
Χαλκέντερος: Ο εργατικός, αυτός που δεν κουράζεται. «Ε τον Κώστα, δεν μασάει με τίποτα στο γραφείο, χαλκέντερος!».
Ψήγμα: Η πολύ μικρή ποσότητα από κάτι. «Δεν είναι εντελώς ψεύτικη η εκδοχή του -υπάρχουν ψήγματα αλήθειας…»
Ηδυπάθεια: Η έντονη ροπή προς την ηδονή. «Είδες τις ζωγραφιές του Θοδωρή; Έχουν μια έντονη δωρική ηδυπάθεια».
Κατάφορα: Ολοφάνερα έκνομη και καταδικαστέα ενέργεια. «Του πήρανε το δίπλωμα ενώ μιλούσε στον γιατρό της μητέρας του, κατάφορη αδικία!»
Φενάκη: Το ψέμα, η απάτη, κατά κυριολεξία, η περούκα. «Τα λόγια του αποδείχτηκαν φενάκη».
Ειδεχθής: Ο απεχθής, ο σιχαμερός. «Σκότωσε μητέρα και πατέρα σε ένα βράδυ, τι ειδεχθές έγκλημα!».
Ελλοχεύει: Κρύβεται, παραμονεύει. «Σε τέτοιες αλόγιστες και βιαστικές ενέργειες ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος του λάθους»
Νευραλγικός: Η θέση εργασίας που κατέχει κάποιος σε μια δουλειά, από την οποία θέση εξαρτώνται πολύ σημαντικά πράγματα. «Νευραλγική η θέση του Υπουργού Υγείας με όλον αυτόν τον χαμό στα Νοσοκομεία».
Σταθμίζω: Συνώνυμο του ζυγίζω. «Πριν αποφασίσεις να πας, θα σου πρότεινα να σταθμίσεις πρώτα όλους τους παράγοντες».
Μεμψιμοιρώ: Γκρινιάζω, παραπονιέμαι. «Τον βαρέθηκα με την γκρίνια του, συνέχεια μεμψιμοιρεί αυτός ο άνθρωπος»
Αιθεροβάμων: Αυτός που πετάει στα σύννεφα. «Μην παρεξηγείς αυτά που λέει, είναι στον κόσμο του, αιθεροβάμων».
Κωλυσιεργώ: Καθυστερώ, αργοπορώ, παρεμποδίζω. «Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι ένα ατελείωτο φεστιβάλ κωλυσιεργίας».
Βολιδοσκοπώ: Εξετάζω, διερευνώ μια κατάσταση χωρίς να το κάνω θέμα, ώστε να πάρω αποφάσεις. «Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή».
Φονταμεταλιστής: Κάποιος που εκφράζει συντηρητικές απόψεις. «Με τον Στέφανο δεν βγάζεις άκρη περί θρησκείας, είναι φονταμεταλιστής ως το μεδούλι».
Πηγή: in2life.gr
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika