Τι τέξεται η επιούσα ή τι τεύξεται η επιούσα;
Όπως έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψιν, η χρήση φράσεων λόγιας καταγωγής στη νέα ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να αποφεύγονται διαρκώς επαναλαμβανόμενα λεκτικά σφάλματα.
Χαρακτηριστική περίπτωση καθιερωμένης έκφρασης που επιβιώνει μεν στο νεοελληνικό λόγο, αλλά πολύ συχνά κακοποιείται, είναι το λεκτικό σύνολο «τι τέξεται η επιούσα».
Δυστυχώς, δεν είναι λίγοι εκείνοι που, όταν επιθυμούν να αναφερθούν στα μελλούμενα, μεταχειρίζονται το λεκτικό σύνολο «τι τεύξεται η επιούσα», το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κακόηχο υβρίδιο.
Το πρώτο που επιβάλλεται να κάνουμε, προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε στο νου μας ποια είναι η ενδεδειγμένη χρήση τού υπό εξέταση αρχαιοπρεπούς λεκτικού συνόλου, είναι να διευκρινίσουμε την προέλευσή του.
Πηγή του, λοιπόν, είναι η ακόλουθη φράση της Παλαιάς Διαθήκης: «Μη καυχώ τα εις αύριον, ου γαρ γινώσκεις τι τέξεται η επιούσα» (Παροιμίαι 27, 1). Το νόημα της εν λόγω φράσης είναι ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να καυχιέται για το μέλλον, καθώς δε γνωρίζει τι θα φέρει η επομένη (η ερχόμενη ημέρα).
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, στη φράση της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμοποιείται το γ’ ενικό πρόσωπο του μέλλοντα τέξομαι (μέσος μέλλοντας με ενεργητική σημασία) του ρήματος τίκτω (γεννώ) και όχι το γ’ ενικό πρόσωπο του μέλλοντα τεύξομαι (μέσος μέλλοντας με ενεργητική σημασία) του ρήματος τυγχάνω (πετυχαίνω, βρίσκω, τυχαίνω).
Είναι προφανές ότι το συχνότατα επαναλαμβανόμενο λάθος οφείλεται στην παραπλήσια μορφή των δύο ρηματικών τύπων, του τέξεται (τίκτω) και του τεύξεται (τυγχάνω).
Όσον αφορά τώρα την επιούσα, η λόγια αυτή λέξη δηλώνει την ημέρα που ακολουθεί, την ερχόμενη ημέρα, την επομένη, την επαύριον. Από γραμματικής απόψεως, η επιούσα είναι το θηλυκό γένος (ο επιών/η επιούσα/το επιόν) της μετοχής ενεστώτα του ρήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας έπειμι (επί+είμι), που σήμαινε μεταξύ άλλων ακολουθώ, επακολουθώ, διαδέχομαι.
Βεβαίως, η ουσιαστικοποιημένη μετοχή επιούσα δεν πρέπει να συγχέεται με το θηλυκό γένος του επιθέτου επιούσιος/επιούσια/επιούσιο, που δηλώνει τον αναγκαίο για την καθημερινή συντήρηση (π.χ., άρτος ο επιούσιος, δηλαδή το καθημερινό ψωμί, η στοιχειώδης ποσότητα τροφής που χρειάζεται ο άνθρωπος για να συντηρηθεί).
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika