Ο πρέσβης, ο πρέσβυς, ο πρεσβευτής και η πρέσβειρα
«Με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, κ. Νίκου Κοτζιά, η Πρέσβης της Ελλάδος στη Βιέννη, κυρία Αλειφέρη, καλείται στην Αθήνα για διαβουλεύσεις, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των κρατών και των λαών της Ελλάδας και της Αυστρίας».
Αυτή είναι η πρώτη παράγραφος της ανακοίνωσης που εξέδωσε στις 25 Φεβρουαρίου 2016 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με την ανάκληση της ανώτατης διπλωματικής αντιπροσώπου της χώρας μας στην Αυστρία.
Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης έσπευσαν, όπως ήταν εύλογο, να αναπαραγάγουν τη σημαντική αυτήν είδηση, υιοθετώντας —στη συντριπτική πλειονότητά τους— τον όρο «η Πρέσβης», που περιελάμβανε η ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας.
Δυστυχώς, ελάχιστα ήταν εκείνα τα μέσα ενημέρωσης και εκείνοι οι δημοσιογράφοι που ανέλαβαν την πρωτοβουλία να προβούν στην απαραίτητη διόρθωση, κάνοντας λόγο όχι για την πρέσβη, αλλά για την πρέσβειρα της χώρας μας στην Αυστρία, που ανακλήθηκε για διαβουλεύσεις κατόπιν αποφάσεως του έλληνα υπουργού Εξωτερικών.
Με αφορμή το συγκεκριμένο περιστατικό, στο παρόν άρθρο θα καταγράψουμε τους ορθούς μορφολογικούς τύπους και θα ορίσουμε το ακριβές σημασιολογικό περιεχόμενο των ουσιαστικών πρέσβης, πρέσβυς, πρεσβευτής και πρέσβειρα, ώστε να γίνει απολύτως σαφές πώς και πότε πρέπει να χρησιμοποιούμε καθεμία από τις προαναφερθείσες λέξεις.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, κατά πρώτον, χρησιμοποιούνταν τα ουσιαστικά πρέσβυς/πρέσβεως (αρσ., ο σεβάσμιος γέροντας, ο ηλικιωμένος άνδρας, ο άνδρας προχωρημένης ηλικίας, ο πρεσβευτής, ο απεσταλμένος), πρέσβειρα (θηλ. τού πρέσβυς, η σεβαστή, η άξια σεβασμού, η τετιμημένη γερόντισσα) και πρεσβευτής/πρεσβευτού (αρσ., με τη σημερινή σημασία, του επίσημου εκπροσώπου ή απεσταλμένου).
Πέραν αυτών, στην αρχαία ελληνική απαντούν οι συγγενικές λέξεις πρεσβύτης/πρεσβύτου (αρσ., ο ηλικιωμένος άνδρας), πρεσβύτις/πρεσβύτιδος (θηλ., η γριά, η ηλικιωμένη γυναίκα) και πρεσβεία (θηλ., το γήρας, η προβεβηκυία ηλικία, η κατάσταση ή τα δικαιώματα του πρεσβυτέρου, η αρχαιότητα, η κοινωνική θέση, το αξίωμα, η αποστολή πρέσβεων, οι απεσταλμένοι).
Στη νέα ελληνική γλώσσα, αντί του πρέσβυς χρησιμοποιείται το ουσιαστικό πρέσβης, ενώ συνεχίζεται η χρήση των ουσιαστικών πρέσβειρα και πρεσβευτής.
Ειδικότερα, το ουσιαστικό πρέσβης (γεν. του πρέσβη/του πρέσβεως, ον. πληθ. οι πρέσβεις, γεν. πληθ. των πρέσβεων) δηλώνει εκείνον που κατέχει τον ανώτατο βαθμό στην ιεραρχία της διπλωματικής υπηρεσίας, τον ανώτατο διπλωματικό αντιπρόσωπο σε ξένη χώρα, τον επικεφαλής πρεσβείας (π.χ., ο έλληνας πρέσβης στο Παρίσι, ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Λονδίνο, πρέσβης επί τιμή, πρέσβης εκ προσωπικοτήτων, συνομιλίες σε επίπεδο πρέσβεων).
Το θηλυκό τού πρέσβης σχηματίζεται με τον τύπο πρέσβειρα, τουλάχιστον σε τυπικές ή επίσημες μορφές επικοινωνίας.
Πρέσβειρα ενδέχεται να είναι η γυναίκα που κατέχει πρεσβευτικό αξίωμα, η σύζυγος ενός πρέσβη, αλλά και η γυναίκα που εκπροσωπεί ή εκφράζει κάτι επαξίως (π.χ., πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα της γης, πρέσβειρα ομορφιάς). Ευρέως γνωστός είναι και ο όρος πρέσβης/πρέσβειρα καλής θελήσεως, ο οποίος δηλώνει το πρόσωπο που αναλαμβάνει ως αποστολή είτε την καλλιέργεια ή τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ του κράτους ή του οργανισμού που εκπροσωπεί και ενός άλλου κράτους ή οργανισμού, είτε την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Τέλος, το ουσιαστικό πρεσβευτής (θηλ. πρεσβευτής και πρεσβευτίνα) έχει στη νέα ελληνική διττή σημασία, καθώς δηλώνει αφενός μεν εκείνον που βρίσκεται στις ανώτατες βαθμίδες της ιεραρχίας του Διπλωματικού Σώματος (δηλαδή, τον πληρεξούσιο υπουργό Α’ ή τον πληρεξούσιο υπουργό Β’, που τιμητικά προσφωνούνται πρέσβεις), αφετέρου δε εκείνον που παίζει το ρόλο εκπροσώπου (π.χ., άξιος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων σε όλον τον κόσμο).
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika