Απαυδώ και παρεισφρέω
Δύο αμετάβατα ρήματα της νέας ελληνικής γλώσσας που συχνότατα κακοπαθαίνουν απ’ όσους επιχειρούν να τα χρησιμοποιήσουν όταν μιλούν ή γράφουν είναι το απαυδώ και το παρεισφρέω.
Κατ’ αρχάς, το απαυδώ (απαυδάω) είναι ρήμα που επιβιώνει αμετάβλητο από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Σε αυτήν είχε την έννοια τού προστάζω, απαγορεύω, απορρίπτω, αρνούμαι, αλλά και —ως αμετάβατο— δεν έχω δυνάμεις για κάτι, με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, αποκάμνω, δεν επαρκώ.
Στη νέα ελληνική γλώσσα το απαυδώ διατηρεί τη σημασία του αμετάβατου ρήματος της αρχαίας ελληνικής: δεν αντέχω άλλο, εγκαταλείπω, χάνω την υπομονή μου, κουράζομαι από κάτι δυσάρεστο, εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταρρέω.
Π.χ.: «Μου δήλωσε οργισμένος ότι έχει απαυδήσει να σε περιμένει», «Η μητέρα μου απηύδησε με τη συμπεριφορά της».
Η χρήση του ρήματος κατά κανόνα στον αόριστο (απηύδησα, με το -η- της διφθόγγου -ηυ- να οφείλεται ασφαλώς στη χρονική αύξηση) οδηγεί πλείστους όσους στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το ρήμα έχει -η- και στον ενεστώτα και στον παρακείμενο. Έτσι, εμφανίζονται οι λανθασμένοι τύποι απηυδώ (αντί απαυδώ) και έχω απηυδήσει (αντί έχω απαυδήσει).
Οι ορθοί τύποι είναι οι εξής: απαυδώ, απηύδησα, έχω απαυδήσει, να/θα/ας απαυδήσω, απηυδημένος/απηυδισμένος, απαυδημός (ουσιαστικό αρσενικού γένους, λέξη ποιητική).
Το παρεισφρέω, από την άλλη πλευρά, είναι σύνθετο, με πρώτο συνθετικό το παρ(α)- και δεύτερο συνθετικό το ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας εισφρέω, που σήμαινε εισδύω, εισέρχομαι.
Το λόγιας προέλευσης αυτό ρήμα είναι συνώνυμο των παρεισδύω, εμφιλοχωρώ, εισχωρώ ή εισέρχομαι κρυφά/λάθρα, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός.
Π.χ.: «Όπως αποδείχτηκε, στην πορεία διαμαρτυρίας παρεισέφρησαν και αυτήν τη φορά ταραχοποιοί», «Είναι επιπόλαιος, γι’ αυτό και στα κείμενά του παρεισφρέουν πολλές φορές αδικαιολόγητα λάθη».
Δεν είναι λίγοι αυτοί που χρησιμοποιούν το λανθασμένο τύπο παρεισφρύω (αντί παρεισφρέω), παρασυρμένοι κατά τα φαινόμενα από το συνώνυμο παρεισδύω, του οποίου ο αόριστος παρεισέδυσα συγγενεύει ηχητικά με τον αόριστο παρεισέφρησα.
Οι ορθοί τύποι είναι οι εξής: παρεισφρέω (και όχι παρεισφρύω), παρεισέφρεα, παρεισέφρησα (και όχι παρεισέφρυσα), παρείσφρηση (ουσιαστικό θηλυκού γένους).
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika