Συγχέω, συγχύζω και συγχίζω
Λίγοι είναι κατά πάσαν πιθανότητα εκείνοι που έχουν καταφέρει να ξεκαθαρίσουν στο νου τους ποιες λέξεις πρέπει να χρησιμοποιούν κάθε φορά που επιχειρούν να δηλώσουν είτε το μπέρδεμα, την έλλειψη σαφήνειας, είτε την ψυχική αναστάτωση, την ταραχή: συγχέω, συγχύζω ή συγχίζω, αλλά και σύγχυση ή σύγχιση;
Τα ρήματα και τα ουσιαστικά που προαναφέρθηκαν αφενός μεν συμπεριλαμβάνονται σε λεξικά της νέας ελληνικής γλώσσας, αφετέρου δε απαντούν σε κάθε λογής κείμενα, χωρίς όμως να επικρατεί απόλυτη ομοφωνία ως προς την ετυμολογία και το σημασιολογικό περιεχόμενό τους.
Η επιστροφή στις ρίζες της γλώσσας μας, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, θα μας επιτρέψει να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά και να αρχίσουμε να ξεδιαλύνουμε την περίπλοκη αυτήν υπόθεση.
Το ρήμα συγχέω είχε στην αρχαία ελληνική γλώσσα την έννοια τού αναμειγνύω, ανακατώνω, αναταράσσω, ενοχλώ, ματαιώνω, εξουδετερώνω, παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ.
Παράγωγο του ρήματος αυτού ήταν το ουσιαστικό σύγχυσις (-εως), που δήλωνε την ανάμειξη, το ανακάτεμα, την αναταραχή, την καταστροφή, την παράβαση, την καταπάτηση, την αθέτηση.
Τόσο το ρήμα συγχέω όσο και το ουσιαστικό σύγχυση επιβιώνουν ίδια κι απαράλλακτα στη νέα ελληνική γλώσσα.
Το ρήμα συγχέω σημαίνει μπερδεύω, αντιλαμβάνομαι ασαφώς, αδυνατώ να συλλάβω τη διάκριση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων, πραγμάτων, εννοιών, καταστάσεων κ.λπ.
Π.χ.: συγχέω ημερομηνίες, συγχέω παραπλήσιες έννοιες, συγχέω τις φαντασιώσεις με την πραγματικότητα, συγχέω δύο ομόρριζες λέξεις.
Συχνή είναι η χρήση της μετοχής παθητικού παρακειμένου συγκεχυμένος, -η, -ο, προκειμένου να δηλωθεί κάτι ασαφές, μπερδεμένο, ακαθόριστο: συγκεχυμένη εικόνα, συγκεχυμένος ρόλος, συγκεχυμένο μήνυμα, συγκεχυμένες πληροφορίες, συγκεχυμένες αναμνήσεις, συγκεχυμένο τοπίο κ.ά.
Στη νέα ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται και το ρήμα συγχύζω —η ορθογραφία σύμφωνα με τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη—, που παράγεται από το συγχέω και έχει την έννοια τού εκνευρίζω, εξοργίζω, προκαλώ ψυχική αναστάτωση ή ταραχή σε κάποιον.
Π.χ.: «Μπορώ μήπως να μάθω τι ήταν αυτό που σε σύγχυσε σήμερα το πρωί;», «Ο γιατρός τού συνέστησε να μη συγχύζεται, διότι η υγεία του είναι κλονισμένη».
Η μετοχή παθητικού παρακειμένου του εν λόγω ρήματος είναι συγχυσμένος, -η, -ο: «Δεν μπορώ να σου απαντήσω αυτήν τη στιγμή, πρέπει να καταλάβεις ότι είμαι συγχυσμένος».
Και στα δύο προαναφερθέντα ρήματα —συγχέω και συγχύζω—, σύμφωνα και πάλι με τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αντιστοιχεί το ουσιαστικό σύγχυση, το οποίο ενδέχεται να δηλώνει τόσο την έλλειψη σαφήνειας, το εννοιολογικό ανακάτεμα, το μπέρδεμα στη σκέψη, το συσκοτισμό της διάνοιας ή της συνείδησης (νομικός όρος), όσο και την ψυχική αναστάτωση, την ταραχή, την έλλειψη ψυχικής ηρεμίας.
Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη ακολουθεί, όμως, μια διαφορετική οδό στο συγκεκριμένο ζήτημα. Εκεί επισημαίνεται ότι πρέπει να γίνεται διάκριση —σημασιολογική, μορφολογική και ορθογραφική— ανάμεσα στα ουσιαστικά σύγχυση και σύγχιση.
Το πρώτο εξ αυτών καταχωρίζεται ως παράγωγο του συγχέω (σύγχυση < συγχέω), σημαίνει δε μπέρδεμα, ανακάτεμα, νοητική διαταραχή.
Το δεύτερο, σύμφωνα πάντα με τους συντάκτες του λεξικού, είναι παράγωγο του ρήματος συγχίζω/-ομαι (σύγχιση < συγχίζω). Το ρήμα αυτό, απόρροια μεταπλασμού του ρήματος συγχέω, σημαίνει προκαλώ ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμό, ταραχή (η μετοχή παθητικού παρακειμένου είναι συγχισμένος, -η, -ο).
Βάσει των ανωτέρω, το ουσιαστικό σύγχιση έχει την έννοια του ψυχικού αναβρασμού, του ανεξέλεγκτου εκνευρισμού, της διατάραξης της ψυχικής ηρεμίας.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Δείτε περισσότερα "Γλωσσικά... πάθη": https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika