Εγκυμονώ και ελλοχεύω
«Οι περιβαλλοντολογικές οργανώσεις ισχυρίζονται ότι εγκυμονεί ο κίνδυνος της καταστροφής των μεγαλύτερων δασών της χώρας μας», «Μετά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών εγκυμονεί αυξημένος κίνδυνος προκλήσεως επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας».
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου συντάκτες κειμένων και ομιλητές υποπίπτουν σε σοβαρά σφάλματα όπως τα προαναφερθέντα, όταν προβαίνουν στη μεταφορική χρήση του ρήματος εγκυμονώ και επιχειρούν να το συνδέσουν εννοιολογικώς με το ουσιαστικό κίνδυνος.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα ποιο ακριβώς είναι το λάθος που διαπράττουν, επιβάλλεται να εξετάσουμε πρώτα το εγκυμονώ από ετυμολογικής απόψεως. Το εν λόγω ρήμα, που απαντά μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό, αποτελεί παράγωγο τού εγκύμων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (εν + κύμα, δηλαδή έμβρυο), που σήμαινε έγκυος.
Το εγκυμονώ χρησιμοποιείται στη νέα ελληνική γλώσσα και ως αμετάβατο και ως μεταβατικό ρήμα.
Ως αμετάβατο ρήμα, το εγκυμονώ συσχετίζεται με γυναίκες και θηλυκά ζώα και σημαίνει είμαι έγκυος, φέρω στη μήτρα έμβρυο, κυοφορώ, είμαι σε ενδιαφέρουσα ή περιμένω παιδί (ειδικά για γυναίκα).
Ως μεταβατικό ρήμα, το εγκυμονώ λαμβάνει μεταφορική έννοια και σημαίνει εμπεριέχω ή εμπερικλείω (κλείνω μέσα μου) κάτι κακό ή απειλητικό, το οποίο δε γίνεται αντιληπτό ή αναγνωρίσιμο από την πλειονότητα: «Πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν οι αντίπαλοί μας ότι η πολιτική κατάσταση των δύο τελευταίων μηνών εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ίδια την πατρίδα», «Τις παλαιότερες δεκαετίες η διαδρομή Αθηνών-Κορίνθου εγκυμονούσε θανάσιμους κινδύνους», «Έφθασε ο καιρός να συνειδητοποιήσετε ότι η νύχτα εγκυμονεί πολλούς κινδύνους».
Όμως, το εγκυμονώ δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να χρησιμοποιηθεί όπως στα παραδείγματα που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, δηλαδή ως αμετάβατο ρήμα με το οποίο δηλώνουμε τον κίνδυνο που καραδοκεί ή καιροφυλακτεί.
Στην περίπτωση αυτή θα κάνουμε χρήση του αμετάβατου ρήματος ελλοχεύω, που απαντά μόνο στον ενεστώτα και συντίθεται από την πρόθεση εν και το ρήμα λοχεύω, παράγωγο του ουσιαστικού λόχος (στην αρχαία ελληνική γλώσσα το ουσιαστικό αυτό είχε, μεταξύ άλλων, την έννοια της ενέδρας, του καρτεριού).
Το ελλοχεύω σημαίνει ενεδρεύω, στήνω καρτέρι, παραφυλάω, παραμονεύω, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για επίθεση ή αναζητώ την κατάλληλη περίσταση για να δράσω. Μεταφορικώς το ελλοχεύω δηλώνει τον κίνδυνο που επαπειλείται (υπάρχει ως απειλή) ή επικρέμαται (προκαλεί ανησυχία ή ανασφάλεια):
«Όταν υπάρχει ένταση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποσταθεροποίησης της εθνικής μας οικονομίας», «Ο κίνδυνος πνιγμού ελλοχεύει σε όλη τη βόρεια ακτογραμμή του νησιού, όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη», «Σε κάθε εξεταστική περίοδο ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποτυχίας», «Όταν τα ελαστικά του αυτοκινήτου δεν έχουν τη σωστή πίεση αέρα, ελλοχεύει ο κίνδυνος ατυχήματος».
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Δείτε περισσότερα Γλωσσικά... πάθη: https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika