Υποβόσκω και υποφώσκω
Δύο ρήματα που συγγενεύουν μεν από ηχητικής απόψεως, αλλά δεν έχουν καμία απολύτως σημασιολογική συνάφεια μεταξύ τους, είναι το υποβόσκω και το υποφώσκω. Τα εν λόγω ρήματα ουκ ολίγες φορές συγχέονται, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται λανθασμένα το ένα εξ αυτών στη θέση του άλλου.
Το ρήμα υποβόσκω, εύχρηστο μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό, σημαίνει κυριολεκτικώς βόσκω κάτω από, τρώω ή τρέφομαι κρυφά.
Το εν λόγω ρήμα χρησιμοποιείται πάντοτε μεταφορικώς, με τη σημασία τού υπάρχω χωρίς να φαίνομαι ή να γίνομαι αντιληπτός, λανθάνω, υποκρύπτομαι, υφέρπω, εμφωλεύω, ενεργώ κρυφά ή συγκεκαλυμμένα, δρω λάθρα ή ύπουλα, διαβρώνω χωρίς να εκδηλώνομαι.
Ιδού τα σχετικά παραδείγματα, που αναφέρονται πάντοτε σε κάτι επικίνδυνο, ενοχλητικό ή δυσάρεστο: «Η εχθρότητα που υποβόσκει στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών δεν επιτρέπει τη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης», «Κάτω από την επιφανειακή ηρεμία, στους κόλπους της κυβέρνησης υποβόσκει έντονη δυσαρέσκεια για την κακόπιστη κριτική της αντιπολίτευσης», «Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, στην ψυχή του συναδέλφου του υπέβοσκε η οργή», «Η οικονομική κρίση της τελευταίας πενταετίας υπέβοσκε από καιρό».
Από την άλλη πλευρά, το ρήμα υποφώσκω (απαντά στην αρχαία ελληνική ως υποφαύσκω), εύχρηστο κι αυτό μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό, σημαίνει κυριολεκτικώς αρχίζω να φέγγω, φέγγω αμυδρά, αχνοφέγγω, θαμποφέγγω, γίνομαι λίγο-λίγο φωτεινός: «Υποφώσκει η ημέρα», «Το χάραμα υποφώσκει», «Η φλόγα του κεριού υποφώσκει».
Όταν χρησιμοποιείται μεταφορικώς, το υποφώσκω σχετίζεται με μια ευχάριστη εξέλιξη, επιθυμητή έκβαση ή ευοίωνη προοπτική, που μόλις αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, να διαγράφεται: «Στην καρδιά όλων των ανθρώπων υποφώσκει πάντοτε η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο», «Μόλις τώρα άρχισε να υποφώσκει στο βάθος του ορίζοντα ένα ελπιδοφόρο φως για την επίλυση των προβλημάτων μας», «Στον τομέα της οικονομίας υποφώσκουν επιτέλους κάποιες ελπίδες για τερματισμό της πολύχρονης λιτότητας», «Στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων υποφώσκει η ελπίδα της ανάκαμψης της εταιρείας».
Συγκεφαλαιώνοντας, το μεν υποβόσκω έχει την έννοια τού υποκρύπτομαι ή λανθάνω και συνδέεται με κάτι επικίνδυνο, ενοχλητικό ή δυσάρεστο, το δε υποφώσκω έχει την έννοια τού διακρίνομαι αμυδρά και συνδέεται με κάτι ευχάριστο, επιθυμητό, ευοίωνο ή ελπιδοφόρο.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Δείτε περισσότερα Γλωσσικά... πάθη: https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/glwssika