Οι αόρατες ανισότητες στην υγεία των νέων: Τι αποκαλύπτουν τα στοιχεία για Ευρώπη και Ελλάδα
Εμφανίσεις: 38

Οι σημερινοί νέοι (16–29 ετών) στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζονται σε γενικές γραμμές υγιείς, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική τους εκτίμηση. Περίπου 9 στους 10 νέους στην ΕΕ θεωρούν την υγεία τους «καλή» ή «πολύ καλή» (90,1% το 2024, έναντι 92,0% το 2010) – ένα ποσοστό που παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Συγκριτικά με το σύνολο του πληθυσμού άνω των 16 ετών, μόνο περίπου 68% δηλώνουν καλή υγεία, γεγονός που υπογραμμίζει ότι οι νέοι αισθάνονται σαφώς υγιέστεροι από τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.
Παρά τις γενικά θετικές αυτές τάσεις, υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης το ποσοστό των νέων που αξιολογούν θετικά την υγεία τους, αν και υψηλό, είναι σχετικά χαμηλότερο. Για παράδειγμα, στη Σουηδία μόλις το 76,3% των νέων δήλωσαν «καλή/πολύ καλή» υγεία για το 2024 – το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ – ενώ παρόμοια επίπεδα καταγράφηκαν στη Φινλανδία (79,3%) και τη Δανία (79,8%).
Στον αντίποδα, οι χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης εμφανίζουν σχεδόν οικουμενικά θετική αυτοαξιολόγηση υγείας από τους νέους: στη Ρουμανία το ποσοστό αγγίζει το 98,2% και στην Ελλάδα το 97,7%, κατατάσσοντας τη χώρα μας μεταξύ των κορυφαίων στην ΕΕ. Συνολικά, σε 16 κράτη-μέλη άνω του 90% των νέων θεωρούν την υγεία τους καλή, γεγονός που υποδηλώνει μια γενιά Ευρωπαίων με υψηλή αντίληψη ευεξίας. Οι διαφοροποιήσεις αυτές ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν όχι μόνο πραγματικές υγειονομικές διαφορές, αλλά και πολιτισμικές παραμέτρους. Για παράδειγμα, πως αντιλαμβάνονται και δηλώνουν οι νέοι την υγεία και τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Ανισότητες στην υγεία: Ο ρόλος του εισοδήματος
Τα στοιχεία δείχνουν ένα σταθερό μοτίβο: όσο ανεβαίνει το εισόδημα της οικογένειας, τόσο βελτιώνεται και η υγεία των νέων. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ το 86,7% των οικονομικά ασθενέστερων νέων δήλωσαν καλή υγεία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των νέων με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια έφτασε το 92,5%. Με εξαίρεση τη Λιθουανία (όπου παρατηρήθηκε μια ιδιότυπη αντιστροφή), σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι νέοι από εύπορες οικογένειες εμφανίζονται υγιέστεροι – με τη μεγαλύτερη «ψαλίδα» να εντοπίζεται στην Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Ιρλανδία.
Αντίθετα, ορισμένες χώρες της ΕΕ εμφανίζουν ελάχιστες ανισότητες: στην Ελλάδα, στη Μάλτα ή την Κύπρο, η διαφορά στα ποσοστά αυτοαξιολόγησης υγείας μεταξύ φτωχών και πλουσίων νέων είναι αμυδρή. Αυτό υποδηλώνει ότι στην Ελλάδα οι κοινωνικές ανισότητες αντανακλώνται λιγότερο στην αυτοαναφερόμενη υγεία των νέων – πιθανώς λόγω του ότι σχεδόν όλοι οι νέοι (ανεξαρτήτως εισοδήματος) δηλώνουν υγιείς σε πολύ υψηλά επίπεδα ήδη.
Οι οικονομικές ανισότητες επηρεάζουν όχι μόνο την υποκειμενική υγεία αλλά και αντικειμενικούς δείκτες, όπως η αναπηρία και οι λειτουργικοί περιορισμοί. Στην ΕΕ, το 2024, η συχνότητα εμφάνισης αναπηρίας (σημαντικοί περιορισμοί στις καθημερινές δραστηριότητες λόγω προβλημάτων υγείας) στους νέους του χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου ήταν σχεδόν διπλάσια σε σχέση με τους νέους του υψηλότερου επιπέδου. Με άλλα λόγια, οι νέοι που μεγαλώνουν σε πιο δύσκολες οικονομικές συνθήκες τείνουν να αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα υγείας που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους, κάτι που εγείρει ζήτημα υγειονομικών ανισοτήτων και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η πανευρωπαϊκή αυτή τάση αναδεικνύει την ανάγκη στοχευμένων πολιτικών που θα διασφαλίσουν ότι και οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες νέων θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν μια υγιή ζωή, χωρίς εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, πρόληψη και υποστήριξη.
Νέοι χωρίς βάρη, οι γυναίκες πιο ευάλωτες
Η καλή αυτοαξιολόγηση της υγείας συμβαδίζει και με χαμηλή συχνότητα χρόνιων προβλημάτων υγείας στους νέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2024), μόλις 16,3% των Ευρωπαίων ηλικίας 16–29 δήλωσαν ότι πάσχουν από κάποιο μακροχρόνιο πρόβλημα υγείας (χρόνια πάθηση). Το ποσοστό αυτό είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τα αντίστοιχα των μεγαλύτερων ηλικιών και δείχνει ότι η νεότητα συνοδεύεται από σχετική απουσία σοβαρών παθήσεων. Μάλιστα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ιταλία, λιγότερο από το 4% των νέων ανέφεραν χρόνιο πρόβλημα υγείας – τα χαμηλότερα επίπεδα σε όλη την ΕΕ. Αντίθετα, στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης οι δηλώσεις χρόνιων προβλημάτων είναι πολύ πιο συχνές· ενδεικτικά, στη Φινλανδία το ποσοστό αγγίζει το 39%, ενώ υψηλά είναι και στη Σουηδία (24,6%) και την Εσθονία (23,2%). Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται εν μέρει και σε διαφορετικές πρακτικές διάγνωσης ή/και σε διαφορετικά επίπεδα ειλικρίνειας ή αντίληψης των συμπτωμάτων από τους νέους κάθε χώρας.
Παρότι οι νέοι γενικά νοσούν λιγότερο συχνά από χρόνιες παθήσεις, εμφανίζεται μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων. Οι νεαρές γυναίκες τείνουν να αναφέρουν χρόνια προβλήματα υγείας σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες συνομηλίκους τους. Σε επίπεδο ΕΕ, το 18,2% των νέων γυναικών δήλωσαν το 2024 ότι πάσχουν από μακροχρόνιο πρόβλημα υγείας, έναντι 14,5% των νέων ανδρών – μια διαφορά περίπου 3,7 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ των γυναικών. Αυτό το μοτίβο – όπου οι γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά χρόνιων παθήσεων – παρατηρείται στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών (22 από τα 27 κράτη-μέλη). Ιδιαίτερα μεγάλες αποκλίσεις καταγράφονται στις σκανδιναβικές χώρες: στη Φινλανδία, το ποσοστό των νεαρών γυναικών με χρόνιο πρόβλημα υγείας ξεπερνά των ανδρών κατά 10,9 μονάδες, στη Δανία κατά 7,1 και στη Σουηδία κατά 6,8 μονάδες. Αν και οι αιτίες αυτής της διαφοράς δεν είναι πλήρως σαφείς, πιθανολογείται ότι βιολογικοί, κοινωνικοί αλλά και ψυχολογικοί παράγοντες (π.χ. η τάση των γυναικών να αναζητούν ιατρική συμβουλή ή να αναφέρουν συμπτώματα πιο εύκολα) παίζουν ρόλο.
Ψυχική υγεία εφήβων: Μια σιωπηλή κρίση μετά την πανδημία
Πίσω από τους δείκτες της σωματικής υγείας, οι ειδικοί προειδοποιούν για μια σκιώδη κρίση στην ψυχική υγεία των νέων. Η εφηβεία και η νεαρή ενήλικη ζωή είναι περίοδοι έντονων αλλαγών, και τα τελευταία χρόνια οι ψυχοκοινωνικές πιέσεις φαίνεται να έχουν ενταθεί. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), παγκοσμίως 1 στους 7 εφήβους 10–19 ετών βιώνει κάποια ψυχική διαταραχή – ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 14% αυτής της ηλικιακής ομάδας. Οι συχνότερες διαταραχές είναι η κατάθλιψη και το άγχος, ενώ ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η αυτοκτονία αποτελεί την τρίτη κύρια αιτία θανάτου για τις ηλικίες 15–29 ετών διεθνώς. Αυτά τα δεδομένα φανερώνουν το τεράστιο βάρος της ψυχικής νόσου στους νέους και τις ενδεχόμενες συνέπειες εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα – με αντίκτυπο που μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους.
Στην Ευρώπη, οι ενδείξεις συσσωρεύονται ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας των νέων οξύνονται. Ήδη πριν από την πανδημία COVID-19, εκτιμάται ότι περίπου 17,4% των Ευρωπαίων ηλικίας 15–29 ετών – δηλαδή πάνω από 14 εκατομμύρια νέοι – αντιμετώπιζαν κάποια ψυχική διαταραχή ή πρόβλημα υγείας ψυχικής φύσης. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 1 στους 6 νέους στην Ευρώπη και υπογραμμίζει ότι τα ζητήματα ψυχικής υγείας δεν αποτελούν περιθωριακό φαινόμενο. Η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώθηκε με την πανδημία: οι πρωτόγνωρες συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης, αβεβαιότητας και άγχους που έφερε η COVID-19 λειτούργησαν ως καταλύτης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα ποσοστά νέων με συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης διπλασιάστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ιδιαίτερα επλήγησαν ευάλωτες ομάδες, όπως τα κορίτσια/νεαρές γυναίκες (οι οποίες εμφανίζουν σταθερά υψηλότερα ποσοστά ψυχικών δυσκολιών από τους άνδρες συνομηλίκους τους), οι νέοι με οικονομικές δυσκολίες και οι νέοι από μειονοτικές ομάδες.
Αν και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν κάποια βελτίωση μετά την άρση των lockdown, οι επιπτώσεις παραμένουν εμφανείς. Ένα ανησυχητικό εύρημα είναι ότι πολλοί νέοι δεν λαμβάνουν την βοήθεια που χρειάζονται. Σύμφωνα με το Health at a Glance: Europe 2022 (έκθεση ΕΕ/ΟΟΣΑ), σχεδόν 1 στους 2 νέους Ευρωπαίους με ψυχικό πρόβλημα ανέφερε ότι είχε ανικανοποίητες ανάγκες φροντίδας ψυχικής υγείας – ότι δηλαδή δεν μπόρεσε να έχει πρόσβαση σε υποστήριξη ή υπηρεσίες παρότι τις χρειαζόταν. Το 2022, το ποσοστό αυτό μεταφράζεται σε περίπου 49% των νέων στην ΕΕ που ένιωσαν ότι δεν έλαβαν επαρκή βοήθεια για την ψυχική τους υγεία. Οι λόγοι ποικίλλουν: από την ανεπάρκεια των υπηρεσιών ψυχικής υγείας – πολλά συστήματα υγείας βρέθηκαν απροετοίμαστα μπροστά στην μαζική αύξηση της ζήτησης – έως το στίγμα και την απροθυμία ορισμένων νέων να ζητήσουν βοήθεια. Είναι ενδεικτικό ότι σε μια πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 50% των Ευρωπαίων που αντιμετώπισαν πρόβλημα ψυχικής υγείας δεν απευθύνθηκαν ποτέ σε επαγγελματία, είτε λόγω προκαταλήψεων είτε λόγω πρακτικών εμποδίων.
Η ψυχική υγεία των εφήβων στην Ελλάδα αποτελεί κομμάτι αυτής της ευρύτερης εικόνας, με επιπλέον ιδιαιτερότητες. Η χώρα μας είχε υψηλό φορτίο ψυχικών προβλημάτων ήδη πριν την πανδημία: εκτιμάται ότι σχεδόν 1 στους 5 Έλληνες (19%) αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας το 2019 – το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ εκείνη την περίοδο. Οι συχνότερες διαταραχές ήταν η κατάθλιψη (που υπολογίζεται ότι επηρέαζε περίπου το 7% του πληθυσμού) και οι αγχώδεις διαταραχές. Η μακρά περίοδος οικονομικής κρίσης την περασμένη δεκαετία, η ανεργία των νέων και κοινωνικοί στρεσογόνοι παράγοντες πιθανώς συνέβαλαν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ανάγκες ψυχικής υγείας στην Ελλάδα αυξήθηκαν περαιτέρω. Σε ευρωπαϊκή συγκριτική έρευνα, περίπου 1 στους 4 Έλληνες (25%) δήλωσε το 2021–2022 ότι είχε κάποια ανεκπλήρωτη ανάγκη στον τομέα της ψυχικής υγείας (ήθελε βοήθεια που δεν έλαβε) – ποσοστό αισθητά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (22%). Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ήδη επιβαρυμένο, δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ειδικά για τους νέους. Παρά τις προκλήσεις, η πανδημία είχε και μια θετική πλευρά: μείωσε το στίγμα γύρω από τα ψυχικά νοσήματα, με περισσότερους νέους να μιλούν ανοιχτά για το άγχος, την κατάθλιψη ή τη μοναξιά που βιώνουν. Αυτή η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση είναι ένα πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά πρέπει να συνοδευτεί από ουσιαστικές παρεμβάσεις.
Η επόμενη μέρα για την υγεία των νέων
Τα δεδομένα σκιαγραφούν μια γενιά νέων Ευρωπαίων που σωματικά αισθάνεται υγιής, με την Ελλάδα μάλιστα να ξεχωρίζει θετικά σε δείκτες αυτοαξιολόγησης υγείας και χαμηλών χρόνιων παθήσεων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, αναδεικνύουν τη διπλή πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες μας: από τη μία, να διατηρήσουν και να βελτιώσουν τα υψηλά επίπεδα σωματικής υγείας των νέων, και από την άλλη, να αντιμετωπίσουν τη δραματική άνοδο των ψυχικών προβλημάτων στους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες.
Για την Ελλάδα ειδικότερα, τα στοιχεία αποτελούν ένα καμπανάκι αλλά και ένα κίνητρο. Το γεγονός ότι οι νέοι δηλώνουν υγιείς σε τόσο υψηλά ποσοστά είναι ενθαρρυντικό και υποδηλώνει πιθανώς ότι έχουμε μια σχετικά υγιή νέα γενιά σε ό,τι αφορά τα σωματικά ζητήματα. Από την άλλη πλευρά, το μεγάλο βάρος των ψυχικών διαταραχών – και το υψηλό ποσοστό ατόμων που ένιωσαν ότι δεν έλαβαν βοήθεια – δείχνει ξεκάθαρα τα σημεία όπου πρέπει να εστιάσουμε.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η στρατηγική για την υγεία των νέων οφείλει να είναι πολυδιάστατη. Πέρα από τις κλασικές παραμέτρους (σωματική άσκηση, διατροφή, πρόληψη νοσημάτων), απαιτείται έμφαση στην ψυχική ευεξία: προγράμματα στα σχολεία για την ψυχική ανθεκτικότητα, υπηρεσίες στήριξης σε πανεπιστήμια, γραμμές βοήθειας και ψηφιακά εργαλεία που να είναι προσβάσιμα και φιλικά προς τους εφήβους. Η πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την Ψυχική Υγεία που ανακοινώθηκε το 2023 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αναγνωρίζοντας ότι η ψυχική υγεία πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα με τη σωματική.
Πηγή: tovima.gr
Δείτε περισσότερες Έρευνες: https://eduadvisor.gr/arthra/erevnes