Πανεπιστήμιο Κρήτης: Ένας καθηγητής για 44 φοιτητές!
Μια από τις παθογένειες του δημόσιου ελληνικού Πανεπιστημίου είναι η δυσαναλογία διδασκόντων-φοιτητών. Ένας διδάσκων αντιστοιχεί με 44 φοιτητές, πράγμα που καθιστά το ακαδημαϊκό έργο δύσκολο.
Η “Νέα Κρήτη” επικοινώνησε με τον αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων κ. Ιωάννη Καρακάση και τον αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, Δημήτρη Ξενάκη, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτό το μείζον πρόβλημα, που ταλαιπωρεί την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, οδηγώντας σε υπανάπτυξη, ενώ μίλησαν και για την έλλειψη υποδομών που διακρίνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
«Πρέπει να εστιάσουμε σε δύο πράγματα: Το ένα είναι ότι διαχρονικά οι κυβερνήσεις θεωρούσαν πως μπορούσαν να αυξάνουν τον αριθμό των φοιτητών για να γίνονται ευχάριστες, αλλά αυτό χωρίς να συνοδεύεται από όλες τις υπόλοιπες ανάγκες που έχει ένα Πανεπιστήμιο σε επίπεδο διδασκόντων, υποδομών κ.τ.λ... Νομίζω, επίσης, ότι και η κοινή γνώμη δεν το ψάχνει πολύ. Αν στο σχολείο που φοιτούν τα παιδιά σας λέγανε ότι δεν υπάρχει μαθηματικός, θα πείτε “τι πράγματα είναι αυτά;”. Θα αγανακτούσατε». Και συνεχίζει λέγοντας: «Ευθυνόμαστε ως πολίτες που δεν έχουμε κάνει κάτι γι’ αυτό. Επιπλέον, υπάρχει η εντύπωση ότι, όταν κάτι δεν είναι εργαστηριακό, μπορεί να βάζει κάποιος όσους φοιτητές θέλει. Η κατάσταση είναι τραγική. Ο μέσος Έλληνας δεν κοιτάζει εάν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα τμήματα και θεωρεί πως όλα τα τμήματα μαθηματικών σπουδών, Φιλολογίας, κ.τ.λ. είναι ίδια. Επομένως, η προτίμηση που δηλώνει κανείς είναι με βάση τον τόπο κατοικίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι το Μαθηματικό στην Κρήτη είναι ένα τμήμα με σπουδαίους καθηγητές, αλλά έρχονται από όλη την Ελλάδα φοιτητές αφού έχουν απορρίψει όλα τα υπόλοιπα. Η Τουρκία ακόμα έχει τη μισή αναλογία με μας», αναφέρει ο κ. Καρακάσης.
Όσον αφορά στις πρωτοβουλίες του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο κ. Καρακάσης δηλώνει: «Αυτό που προσπαθεί το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι είτε να περιοριστούν δραματικά οι εισακτέοι, είτε να αυξηθούν οι υποδομές και οι διδάσκοντες σε βαθμό ώστε να γίνεται αξιοπρεπής εκπαίδευση. Δηλαδή, δεν έχουμε καμία αντίρρηση να εκπαιδεύουμε διπλάσιους απ’ όσους μπορούμε σήμερα, αλλά πρέπει να αυξηθούν οι υποδομές. Εδώ υπάρχει μια διαδικασία που πεθαίνουν άνθρωποι και δεν αντικαθίστανται. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πάρει σύνταξη εδώ και δέκα χρόνια και κάνουν μάθημα χωρίς να παίρνουν ευρώ στο πρώτο και στο δεύτερο έτος σε υποχρεωτικά μαθήματα. Πού αλλού γίνεται αυτό το πράγμα στο Δημόσιο; Χωρίς να παίρνουν ούτε ένα ευρώ».
«Έχει μάθει το ελληνικό κράτος να ακολουθεί αυτήν την πολιτική. Έχει μάθει στο τζάμπα γεύμα. Εκεί που χωρούν 300, βάζουν 400. Δεν ενδιαφέρει κανέναν η ποιότητα. Αυτή είναι η τραγωδία της υπόθεσης. Το θέμα δεν είναι ακαδημαϊκό. Το θέμα των εισακτέων δεν είναι εάν χρειαζόμαστε περισσότερους μαθηματικούς ή πολιτικούς μηχανικούς, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερες ψήφους για αύριο. Επομένως, κάποιος που θα μείνει έξω από το Πανεπιστήμιο, ίσως να μην ψηφίσει το πολιτικό σχηματισμό που βρίσκεται στην κυβέρνηση. Είναι μια διαδικασία που κρατάει εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Η εκτελεστική εξουσία δε το συζητάει», αναφέρει ο κ. Καρακάσης.
Σχολιάζοντας τη δυσαναλογία διδασκόντων-φοιτητών, ο κ. Ξενάκης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, δηλώνει: «Το 1 προς 10/15 θα ήταν μια λογική ποσόστωση για να πεις ότι παρέχω μια ποιότητα σπουδών. Προσωπικά, στα σεμινάριά μου δεν μπορώ να δεχτώ παραπάνω από 15 άτομα, γιατί δεν μπορώ να τα επιβλέψω. Εκεί είναι το βασικό πρόβλημα. Δεν παρέχεται ουσιαστική ποιότητα σπουδών όταν έχεις τόσο μεγάλα νούμερα. Σε αυτό συντείνει πολύ και η έλλειψη υποδομών. Δηλαδή, ενώ έχουμε μεγάλο αριθμό εισακτέων, δεν έχουμε τις απαραίτητες υποδομές για να φιλοξενήσουμε τόσους φοιτητές. Αυτό επηρεάζει πάρα πολύ την ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών, ειδικά στο επίπεδο της μεταπτυχιακής εξειδίκευσης που αφορά και το κομμάτι της σύνδεσης με την αγορά εργασίας».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Ξενάκης αναφέρει: «Η τόσο μεγάλη δυσαναλογία φοιτητών με ακαδημαϊκό προσωπικό μάς οδηγεί σ’ ένα είδος πανεπιστημιακών σπουδών που είναι πιο κοντά στη μεταλυκειακή εκπαίδευση παρά στον ερευνητικό ρόλο που πρέπει να έχουν μαζί με το διδακτικό τα πανεπιστήμια. Γιατί ΔΕΠ σημαίνει και διδασκαλικό και ερευνητικό προσωπικό. Είναι διττός ο ρόλος. Εμείς, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού φοιτητών, αναλωνόμαστε στη διδασκαλία, με αποτέλεσμα να μείνει πίσω το κομμάτι της έρευνας, που είναι ένας ουσιαστικός μοχλός ανάπτυξης της χώρας μας».
«Τεράστιο κόστος, χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα»
Όσον αφορά στα αποτελέσματα που έχει η δυσαναλογία φοιτητών-διδασκόντων, ο κ. Ξενάκης υπογραμμίζει: «Η έρευνα με την καινοτομία αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την ανάπτυξη μιας χώρας. Επειδή τα πανεπιστήμιά μας επιτελούν σε πολύ μικρό βαθμό το κομμάτι της έρευνας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην παράγεται καινοτομία στο Πανεπιστήμιο, η οποία στη συνέχεια θα αξιοποιηθεί από τις επιχειρήσεις της Ελλάδας ή τους κρατικούς φορείς και θα τη χρησιμοποιήσουν ως μοχλό ανάπτυξης. Όταν παράγεις ένα καινούργιο προϊόν, αυτό είναι ένα αναπτυξιακό στοιχείο για την οικονομία της χώρας. Εμείς λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο που πάνε να ανοίξουν εντελώς το Πανεπιστήμιο, θα καταντήσουμε να κάνουμε μεταλυκειακή εκπαίδευση, η οποία είναι αρνητική ως προς την ποιότητα. Γιατί βγάζουμε πτυχία που δεν έχουν αντίκρισμα στην αγορά εργασίας και δεν επιτελούμε έρευνα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καινοτομία και ύστερα να λειτουργήσει ως αναπτυξιακός μοχλός της χώρας.
Εκεί εντοπίζω τον πυρήνα των προβλημάτων που δημιουργεί η δυσαναλογία φοιτητών-ακαδημαϊκού προσωπικού. Και προφανώς αποτελεί ένα από τα στοιχεία που δεν έχει επέλθει η σύγκλιση με τους Ευρωπαίους εταίρους σε αυτόν τον τομέα. Είναι διαπιστωτικό μεν, αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει την ανάπτυξη με τη μεγέθυνση. Εμείς κάναμε μεγέθυνση (ανοίξαμε πολλά τμήματα και πανεπιστήμια, χωρίς να τα στελεχώσουμε επαρκώς, απλώς για να βάλουμε φοιτητές μέσα πολλούς και για να ικανοποιήσουμε το κοινό αίσθημα ότι βάλαμε μέσα φοιτητές). Αυτό οδηγεί σε πολλά πτυχία σε τομείς που δεν είναι ανταγωνιστικοί στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το τελικό αποτέλεσμα είναι υπανάπτυξη, που κοστίζει πάρα πολύ στον κρατικό προϋπολογισμό. Όλα αυτά τα δημόσια πανεπιστήμια που δημιουργήθηκαν έχουν ένα τεράστιο κόστος, χωρίς να παράγουν το επιθυμητό ποιοτικά αποτέλεσμα».
Ο κ. Ξενάκης καταλήγει κάνοντας αναφορά στο ρόλο που πρέπει να έχει η Πολιτεία, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάθε ανεπτυγμένη Πολιτεία οφείλει να συνδράμει ουσιαστικά τους νέους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σύγχρονου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος εργασίας. Πέρα από τη διαμόρφωση κατάλληλου πλαισίου για την ανάληψη επιχειρηματικών δράσεων και τις απαραίτητες πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, η Πολιτεία πρέπει να συμβάλει στην αναβάθμιση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, με διάχυση των προσόντων και των δεξιοτήτων που απαιτεί η σύγχρονη οικονομία».
Πηγή: neakriti.gr
Δείτε περισσότερα εκπαιδευτικά νέα: https://eduadvisor.gr/index.php/arthra/ekpaideftika-nea